- παρῳδικός
- παρ-ῳδικός, ή, όν, zum Parodieren gehörig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
παρωδικός — ή, όν, Α [παρωδία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρωδία … Dictionary of Greek
παρῳδικῶς — παρῳδικός burlesque adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek